τουρκοφοβία

τουρκοφοβία
η, Ν
το να φοβάται κανείς τους Τούρκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -φοβία (< -φοβος < φόβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τουρκοφοβία — η το να φοβάται κανείς τους Τούρκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”